Γεωργία Καλοδίκη
Συνθέτις
Η Τέχνη της μουσικής ακρόασης
...Σκιαγραφώντας το προφίλ του προικισμένου ακροατή
Η εποχή μας χάρη στην ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας και των επιστημών προσφέρει στους λάτρεις της μουσικής τέχνης (επαγγελματίες και ερασιτέχνες φιλόμουσους) την δυνατότητα να απολαμβάνουν με ποικίλους τρόπους μουσικά έργα διαφόρων εποχών, στυλ και κατευθύνσεων διαμορφώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις απόκτησης μιας ευρύτερης μουσικής καλλιέργειας και κατάρτησης. Ο σημερινός ακροατής έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια πληθώρα ακουστικών μέσων, τον τρόπο με τον οποίο θα βιώσει μια μουσική εμπειρία (cd, συναυλίες, ραδιόφωνο, διαδίκτυο). Σήμερα έχουμε την δυνατότητα να ακούσουμε με την ίδια ευκολία ενα cd του J. Coltrane, μια ορχήστρα gamelan ή ένα ορατόριο του Bach με το πάτημα ενός κουμπιού, όταν με τα δεδομένα του 19ου αιώνα για παράδειγμα, οι άνθρωποι διένυαν χιλιόμετρα ταξιδεύοντας νυχθημερόν, προκειμένου να παραβρεθούν σε κάποιο σημαντικό μουσικό γεγονός.
Παρολαυτά, - αν και αρκετά "καλομαθημένος" - ο σύγχρονος ακροατής εξακολουθεί να δείχνει προτίμηση στο ανεπανάληπτο της ζωντανής μουσικής ακρόασης. Οι αίθουσες συναυλιών γεμίζουν απο ένα ετερόκλητο κοινό ποικίλης προέλευσης, που καλύπτει μια τεράστια γκάμα ανθρώπων απο τον απαίδευτο έως τον εξειδικευμένο και προικίσμενο ακροατή. Θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι αλήθεια τι ακριβώς ακούν; Που εστιάζεται η προσοχή τους ακούγοντας ένα έργο;
Είναι γνωστό ότι όλοι ανεξαιρέτως ακούμε σε ένα πρωτογενές επίπεδο μουσικής αντίληψης. Πέρα όμως απο αυτό το πρώτο απλοϊκό και σχεδόν πρωτόγονο επίπεδο πρόσληψης των ηχητικών συμβάντων όπου αντικατοπτρίζονται οι ψυχολογικές αντανακλάσεις της ανθρώπινης φύσης (ένταση, χαλάρωση, χαρά, λύπη, αγωνία κτλ), τί είναι αυτό που συμβαίνει στο μυαλό και στην γενικότερη ψυχολογία του ακροατή ακούγοντας μουσική; Ακούμε άραγε όλοι με τον ίδιο τρόπο; Τί είναι αυτό που διαβαθμίζει τους ακροατές σε προικισμένους ή μη; Υπάρχει σωστή και λάθος ακρόαση;
Είναι αυτονόητο ότι ο βαθμός κατανόησης ενός έργου είναι ανάλογος της εξοικείωσης του δέκτη με την ακουστική εμπειρία. Tελικά όμως μήπως όλες αυτές οι επιταγές και οι "υποχρεώσεις" του ακροατή του στερούν την αυθόρμητη και χωρίς όρους σχέση του με το μουσικό βίωμα;
Προκειμένου να απαντήσουμε σε μια σειρά απο τέτοιου είδους ζητήματα που ανακύπτουν στην προσπάθειά μας να διασαφηνίσουμε την σχέση του ακροατή με την μουσική εμπειρία, γνωστικά πεδία όπως αυτό της Ψυχοακουστικής αλλά και της Φιλοσοφίας της Τέχνης θα μπορούσαν να προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά στην φύση του ακουστικού βιώματος αλλά και την συναισθηματική του επενέργεια στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Επιχειρώντας μια προσέγγιση της φύσης του ήχου διαπιστώνουμε μια ποσοτική αλλά και μια ποιοτική διάσταση. Αυτή η διττή σημασία προκύπτει από το γεγονός οτι ένα ηχητικό συμβάν είναι ταυτόχρονα ένα φυσικό αλλά και ένα ψυχολογικό φαινόμενο. Έτσι ένα ηχητικό κύμα έχει χαρακτηριστικά όπως η ένταση, η κυματομορφή, το ηχόχρωμα, ο χρόνος κτλ, τα οποία αποτελούν φυσικομαθηματικές συνιστώσες του, δηλαδή ποσοτικά μεγέθη. Όταν όμως το κύμα φτάσει στον ακροατή τότε αποκτά ποιοτικό νόημα και δημιουργεί μια ακουστική εντύπωση με ψυχοφυσιολογικές ιδιότητες όπως το ύψος, η χροιά, η ακουστότητα, η χροιά κτλ.
Όσον αφορά τον τρόπο πρόσληψης και κατανόησης των ακουστικών ερεθισμάτων, θα είχε επίσης ενδιαφέρον να σταχυολογήσουμε κάποιες χαρακτηριστικές απόψεις απο τον χώρο της Φιλοσοφίας της Τέχνης: Φιλόσοφοι σαν τον Kivy (1989) θεώρησαν τον ήχο ως μια μορφή μίμησης και προβολής της ανθρώπινης έκφρασης. Για τους εξπρεσσιονιστές η ανθρώπινη ανταπόκριση στην μουσική είναι καθαρά συναισθηματική αντίδραση. Ο Walton (1994) πιστεύει στην ψυχική αλληλεπίδραση πομπού και δέκτη στην μουσική εμπειρία ενώ ο Goodman (1976) στηρίζεται σε ένα πλαίσιο συμβολικών συσχετισμών και αναφορών μέσω των οποίων ο ακροατής αντιλαμβάνεται τα ηχητικά συμβάντα. Στα γραπτά του Meyer (1956) βρίσκουμε την ενδιαφέρουσα ιδέα της προβολής μιας μουσικής ιδέας μέσα σε ένα έργο σε μιαν άλλη ιδέα που έπεται αποτελώντας το "μετείκασμα" της αρχικής. Ο επιδέξιος συνθέτης δημιουργεί στον ακροατή την αίσθηση της αναμονής της δεύτερης ιδέας ήδη απο το άκουσμα της πρώτης.
Τέλος, η κατανόηση της μουσικής εμπειρίας απο φορμαλιστική πλευρά αποτελεί μια σύμμιξη της γνωστικής ψυχολογίας και της μουσικής θεωρίας και ανάλυσης. Έχοντας σαν βάση την επιστήμη της γλωσσολογίας οι Lerdhahl και Jackendoff (1983) διακρίνουν πολλαπλά επίπεδα μουσικής αντίληψης. Ο ακροατής χρησιμοποιεί ασυνείδητα γραμματικούς κανόνες στην διαδικασία πρόσληψης των μουσικών μορφών. Στάδια όπως η καταμέτρηση, η ενοποίηση, η ιεραρχική δόμηση με βάση χαρακτηριστικά όπως η ένταση και η χαλάρωση ή η πορεία απο το απλούστερο στο συνθετότερο, λαμβάνουν χώρα αυτόματα στον ανθρώπινο εγκέφαλο προκείμενου να μπορέσει να συλλάβει και να αναγνωρίσει την ηχητική πληροφορία. Ο Levinson (1997) δίνει μεγάλη έμφαση στη γραμμική συνειδητοποίηση της χρονικής αλληλουχίας των ακουστικών γεγονότων ενός έργου απο τον ακροατή ως προϋπόθεση για την μακρομορφική σύλληψή του.
Από τα παραπάνω, είναι προφανές οτι η προσπάθεια προσδιορισμού της φύσης της ακουστικής εμπειρίας εστιάζεται στην διασαφήνιση του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται οι ακουστικές εντυπώσεις στο νου του ακροατή. Κατά την ακρόαση ενός έργου ο προσεκτικός ακροατής καλείται να ανακαλύψει, να συγκρατήσει στην μνήμη του και στην συνέχεια να συσχετίσει τις ηχητικές εικόνες που το συγκροτούν τοποθετώντας το πάντα μέσα στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Πρόκειται στην ουσία για μια αναπαραγωγή της δημιουργικής διαδικασίας (αναδημιουργική ακρόαση). Ο προικισμένος ακροατής διαθέτει καλή μνήμη, μουσικές γνώσεις, συνδυαστική σκέψη και φαντασία ώστε να μπορεί να ανιχνεύσει "τα λεπτά συγκινησιακά συμπλέγματα των ηχητικών συμβάντων" (Suzanne Langer) καθώς οι δομικές ενότητες και η συνολική μορφή του έργου αποκρυσταλλώνονται στην συνείδησή του.
Ο ακροατής αφού συλλάβει τις ακουστικές εικόνες μέσα απο μια σειρά συνδυασμών, αναγωγών και συσχετισμών, αποκωδικοποιεί το νόημα των ηχητικών συμβάντων συλλαμβάνοντας ενότητες, εξελιγκτικές πορείες και αναλογίες. Με αυτόν τον τρόπο προσανατολίζεται μέσα στην μουσική ροή. Η διαδικασία είναι η ίδια η οποία ακολουθείται και στη θέαση ενός πίνακα μόνο που η χρονική σύμπτωση των οπτικών ερεθισμάτων εδώ απουσιάζει, δίνοντας την θέση της στο φευγαλέο της χρονικής αλληλουχίας των ακουστικών γεγονότων. Για τον Paul Claudel ο ακροατής δεν πρέπει να είναι παρά "μια σειρά αναμονών".
Η αναδημιουργική ακρόαση είναι ένα χάρισμα που καλλιεργείται και εκλεπτύνεται μέσω της συνεχούς βιωματικής επαφής με την μουσική αλλά και την απόκτηση της απαραίτητης τεχνογνωσίας.Διαφορετικά η μουσική παραμένει μια άλογη διασπορά ήχων. Ο ακροατής απολαμβάνει την ακουστική εμπειρία συμμετέχοντας εγκεφαλικά και ψυχικά ενώ το μέσο που ενώνει αυτές τις δυο λειτουργικές δράσεις δεν είναι άλλο απο τη φαντασία. Το εύρος του φαντασιακού πεδίου καθορίζει τελικά το βαθμό της καλλιτεχνικής απόλαυσης. Κατά τον Aaron Copland ο ιδεώδης ακροατής θα πρέπει να συνδυάζει τις γνώσεις του επαγγελματία με το αυθορμητισμό του ερασιτέχνη ακροατή.
Συνοψίζοντας, η μουσική ακρόαση είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία η οποία αποτελεί μια απο τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης και προϋποθέτει την συνειδητή συμμετοχή του ακροατή λόγω της πολυπλοκότητας των μέσων έκφρασης που προκύπτουν απο την δόμηση των ηχητικών μορφών. Μόνο μέσω της αναδημιουργικής ακρόασης εκ μέρους του ακροατή, η δημιουργική σκέψη του συνθέτη - καλά κρυμμένη πίσω απο το πλέγμα των ηχητικών σύμβολων - αναγνωρίζεται, δικαιώνεται και βρίσκει άξιο κριτή και αποδέκτη.
Βιβλιογραφία
- Berys Gaut and Dominic McIver Lopes, The Routledge Companion to Aesthetics (USA 2005, Routledge)
- Roger Scruton, The aesthetics of music (New York 1997, Oxford University Press)
- Aaron Copland, Μουσική και Φαντασία, (Αθήνα 1980, Εκδόσεις Νεφέλη)
- Ιάννης Ξενάκης, Κείμενα περι μουσικής και αρχιτεκτονικής (Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ψυχογιός)