Γεωργία Καλοδίκη

Συνθέτις

Η μετάφραση της ακουστικής εμπειρίας σε μουσική

Η πρόσληψη των ακουστικών ερεθισμάτων κατά την μουσική ακρόαση και η διαδικασία ανάλυσης και κατανόησής τους από το ανθρώπινο μυαλό, αποτελεί -όπως αναλύσαμε από αυτήν την στήλη και στο προηγούμενο τεύχος- μια διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη, κατά την οποία συνεργάζονται πολλά μέρη του εγκεφάλου και της ανθρώπινης νόησης. Η ‘μετάφραση' των ακουστικών γεγονότων σε μορφικά σχήματα και δομικές κατασκευές όταν ακούμε μουσική, αποτελεί το μεγάλο ‘θαύμα' του ανθρώπινου νου όσον αφορά την μουσική εμπειρία. Στην επιστήμη της ψυχοακουστικής λαμβάνει χώρα μια συντονισμένη διεπιστημονική προσέγγιση της πρόσληψης των ακουστικών ερεθισμάτων γενικότερα,- συμπεριλαμβανομένου και του λόγου- και της ‘συμπεριφορικής απάντησης' του ανθρώπου σε αυτά. Οι επιστήμονες αυτού του κλάδου συλλέγουν πληροφορίες από την νευροφυσιολογία, την φιλοσοφία, την ψυχολογία και την γλωσσολογία, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν και να προσεγγίσουν αυτόν τον τομέα της ανθρώπινης αντιληπτικότητας.

Μετά την ρυθμική και τονική ανάλυση που αυτόματα λαμβάνει χώρα κατά την πρόσληψη του ακουστικού ερεθίσματος, ο εγκέφαλος περνά στο στάδιο της συναισθηματικής αποκωδικοποίησης και ταυτοποίησης των ακουστικών συμβάντων σύμφωνα με τα βιώματα, τις γνώσεις και τους συνειρμούς που μια ακουστική εμπειρία μας προκαλεί. Κατά την ακουστική επεξεργασία, ομαδοποιούμε τα ακουστικά γεγονότα και τα οργανώνουμε στον νου μας με βάση την αρχή της εγγύτητας (gestalt theory). Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία η οποία αποτελεί την ολιστική προσέγγιση της σύγχρονης φιλοσοφίας και ψυχολογίας, ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται ενότητες και προσεγγίζει τα αντικείμενα ως σύνολα, εντοπίζοντας και ομαδοποιώντας τα ερεθίσματα με βάση τις ομοιότητες που έχουν μεταξύ τους.

Άρα με βάση αυτή την θεωρία, έχουμε την τάση να ενοποιούμε και συνεπώς να απλοποιούμε τις πληροφορίες που προσλαμβάνουμε. Αυτό είναι πολύ συνεπές και με την διαδικασία πρόσληψης της μουσικής εμπειρίας. Όταν για παράδειγμα ακούμε ένα μουσικό έργο, αυτό που κατ'αρχήν προσπαθούμε να κάνουμε – και μιλάμε βέβαια για τον κάθε άνθρωπο, ακόμα και για τον μη μυημένο στην μουσική τέχνη, - είναι να ψάξουμε για κάποιο ‘προηγούμενο' στην ροή των ακουστικών γεγονότων. Δηλαδή όταν αρχικά ακούσουμε ένα μοτίβο ή ένα ακουστικό συμβάν μέσα σε ένα μουσικό κομμάτι, ο περαιτέρω βαθμός κατανόησης του έργου και εμβάθυνσης σε αυτό, είναι ευθέως ανάλογος με τον βαθμό που θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την επεξεργασία, την εν γένει παρουσία ή και την όποια μεταλλαγή του αρχικού αυτού ακουστικού συμβάντος, στην ροή του μουσικού χρόνου.

Υπάρχει όμως άραγε μια αντικειμενική θεώρηση των ψυχοακουστικών μεγεθών στα οποία η κάθε ακουστική εμπειρία υπόκειται; Οι φυσικές αντικειμενικές παράμετροι του ήχου όπως η συχνότητα, η μορφή του ακουστικού σήματος (κυματομορφή), η ένταση, η διάρκεια κ.α, αποτυπώνονονται και ‘μεταγλωτίζονται'ψυχοακουστικά δηλαδή προσλαμβάνονται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και ‘υποκειμενικοποιούνται'.

Είναι ακριβώς η ίδια αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην επιστήμη της Φυσικής Ακουστικής που παρατηρεί και αναλύει το φαινόμενο του ήχου και των παραμέτρων του, και στην Ψυχοακουστική, όπου μελετάται η αλληλεπίδραση του φαινομένου του ήχου, σε σχέση με την ανθρώπινη ανταπόκριση και την νοητική συμπεριφορά του ατόμου σε σχέση με αυτό. Έτσι π.χ η συχνότητα, που αποτελεί μια φυσική παράμετρο του ήχου, ‘μεταφράζεται' ως τονικό ύψος, η κυματομορφή ονομάζεται ηχόχρωμα και η ένταση σχετίζεται με την αντίληψη της ακουστότητας. Το ότι αυτά τα μεγέθη υποκειμενικοποιούνται, επ'ουδενί δεν σημαίνει ότι και αυτά δεν υπόκεινται με την σειρά τους σε αντικειμενικές μετρήσεις. Έτσι για παράδειγμα, υπάρχουν συγκεκριμένα πεδία στην διαβάθμιση αντιληπτών τιμών για των άνθρωπο, γίνεται μελέτη των λειτουργιών της ακουστικής αντίληψης, καθώς και προσπάθειες να μετρηθεί η αναλογική σχέση ανάμεσα στο φυσικό ακουστικό ερέθισμα και στην αίσθηση που αυτό προκαλεί.

Πολύ συχνά, σε όλα τα επιστημονικά πεδία αποτελεί τεράστια πηγή πληροφοριών και γνωσεολογικού πλούτου, η μελέτη των εξαιρέσεων και των παρεκκλίσεων από το φυσιολογικό. Γενικότερα, η λειτουργία ενός φυσικού ή τεχνητού συστήματος προϋποθέτει την θέσπιση μιας σειράς νόμων και τυπολογικών ορισμών. Η δυσλειτουργία που προκαλεί η πιθανή απουσία ενός τέτοιου νόμου δίνει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πληροφορίες για την χρησιμότητά του. Έτσι, μιλώντας πάντα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, οι διαταραχές της ακουστικής επεξεργασίας, που συμβαίνουν π.χ κάποιες φορές σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, μας δίνουν μεταξύ άλλων, χρήσιμες πληροφορίες ψυχοακουστικού περιεχομένου, που ταυτόχρονα βοηθούν στην κατανόηση και στην σωστή αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.

Γυρνώντας στο αντικείμενό μας, διεπιστημονικές μελέτες έχουν οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τα ακουστικά ερεθίσματα όπως οι υπόλοιποι. Π.χ άτομα που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την σχετικότητα των τονικών υψών, αλλά που παρόλ'αυτά είναι δυνατόν να έχουν απόλυτο αυτί. Επίσης έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη δυσλειτουργίας,- μετά από κάποια νευρολογική βλάβη ή και εκ γενετής,-σε κάποιες συγκεκριμένες αποκρίσεις των νευρικών οδών του εγκεφάλου, όπως η ανικανότητα διάκρισης μεταξύ χαρούμενων και μελαγχολικών μελωδιών ή μεταξύ ρυθμών και ηχοχρωμάτων. Αυτές είναι μόνο ελάχιστες από τις πολυάρυθμες διαταραχές που μπορεί να παρατηρηθούν στην πρόσληψη του ήχου και που σταδιακά μας οδηγούν όλο και πιο κοντά στην ενδελεχή παρατήρηση μιας περιορισμένης αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσας πλευράς του πολύπλοκου αυτού φαινομένου, της ανθρώπινης νόησης.

Σε αυτή την σύντομη αναφορά στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους ήχους και τους μεταφράζουμε σε μουσική, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον τρόπο που η ίδια η μουσική επιδρά στον ανθρώπινο νου. Είναι γνωστό ότι η μουσική καλλιεργεί και εξυψώνει το πνεύμα, γαληνεύει την ψυχή και διαμορφώνει με τον πιο εκλεπτυσμένο τρόπο την ανθρώπινη προσωπικότητα επιδρώντας παράλληλα στο θυμικό μας και στην ψυχοσύνθεσή μας. Έρχεται όμως τώρα και η ίδια η επιστήμη να αποδείξει ότι η επίδραση της μουσικής στον άνθρωπο δεν είναι απλά ένα ψυχολογικό φαινόμενο με κοινωνικές προεκτάσεις. Το μυαλό ενός μουσικού διαφέρει από των υπολοίπων ανθρώπων γιατί απλούστατα η μουσική αλλάζει τον εγκέφαλο ακριβώς όπως η γυμναστική αλλάζει το σώμα. Η αναλυτική σκέψη είναι εξασκημένη πολύ περισσότερο και ο αριστερός λοβός λειτουργεί πιο έντονα. Ειδικά στους ανθρώπους που ξεκίνησαν την μουσική εκπαίδευση σε μικρή ηλικία παρατηρηρούνται αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός τους.

Άρα λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλη αυτή η βιομηχανία παραγωγής CD με μουσική για παιδιά, πολύ συχνά με έργα μεγάλων κλασικών που κυκλοφορούν για να κάνουν τα παιδιά ‘εξυπνότερα', είναι απολύτως δικαιολογημένη και αν μη τί άλλο αναγκαία. Το θέμα είναι όμως ότι δεν υπάρχει τίποτα το μαγικό σε αυτά τα έργα και βέβαια δεν γίνεσαι εξυπνότερος απλά με την ακρόαση, χωρίς να γνωρίζεις συνειδητά το επίτευγμα και τον βαθμό πολυπλοκότητας του κάθε μουσικού έργου. Απλά, ο παθητικός δέκτης, στην περίπτωσή μας το παιδί, μπορεί να σταματήσει για παράδειγμα να κλαίει αν ακούσει μια ανάλαφρη μελωδία ή ένα νανούρισμα. Αυτό βέβαια δεν είναι ανάγκη να είναι γραμμένο από τον Mozart και σαφώς αποτελεί μια πρωτογενή και μόνο επαφή με την μουσική, για αυτό και τα ευεργετικά αποτελέσματα αυτής παραμένουν σε ένα πρωτόλυο και αταβιστικό επίπεδο. Μόνο μέσα από την μουσική εκπαίδευση, που σύμφωνα με τους ψυχολόγους πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της γενικότερης μόρφωσης του παιδιού, είναι δυνατόν η μουσική να ψυχαγωγήσει και να διαμορφώσει το νέο άτομο.

Βιβλιογραφία

Λόγια Απλά (Μάιος-Ιούνιος 2011)